Κολαινις

Κολαινις
    Κολαινίς
    -ίδος ἥ Коленида (эпитет Артемиды, предполож. от Колена, миф. афинского царя, построившего храм Артемиды) Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Κολαινις" в других словарях:

  • Κολαινίς — Κολαινίς, ίδος, ἡ (Α) επίθ. τής θεάς Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < κύριο όν. Κόλαινος (< κόλος «βραχύς, κολοβός») + αινος «λόγος, έπαινος». Το β συνθετικό απαντά σε πολλά ανθρωπωνύμια, πρβλ. Πολύ αινος] …   Dictionary of Greek

  • Κολαινίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολαινίδα — Κολαινίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολαινίδος — Κολαινίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Colaenis — COLAENIS, ĭdis, Gr. Κολαινὶς, ίδος, ein Beynamen der Diana, unter welchem sie insonderheit von denen zu Myrrhinunt, in Attica, verehret wurde. Sie soll denselben von dem Kolänus bekommen haben, welcher noch vor dem Cekrops in Attica König gewesen …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • κόλος — κόλος, ον (Α) 1. κολοβός, βραχύς, κοντός («πῆλ αὐτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που τα κέρατά του είναι κομμένα 3. φρ. «κόλος μάχη» ονομασία τού Θ τής Ιλιάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»